- ἐπανέλθω
- ἐπανέρχομαιgo backaor subj act 1st sgἐπανέρχομαιgo backaor subj act 1st sgἐπανέρχομαιgo backaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάνειμι — ἐπάνειμι (Α) [είμι] 1. (ως μέλλ. τού ἐπανέρχομαι), θα επανέλθω, θα ξαναγυρίσω 2. επανέρχομαι σ ένα σημείο τού λόγου (γραπτού ή προφορικού) 3. προσφεύγω, ανατρέχω 4. συγκεφαλαιώνω («τὰ δ ὑποτεθέντα ἐπάνιμεν αὖθις», Πλάτ.) 5. ανεβαίνω, ανέρχομαι 6 … Dictionary of Greek
επανέρχομαι — (AM ἐπανέρχομαι) 1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.) 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο) νεοελλ. αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι… … Dictionary of Greek
τέλομαι — και κυπριακός τ. γ εν. τένται Α (ενεστ. με σημ. μέλλ.) θα είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστωτικός τ. με σημ. μέλλοντα, που χρησιμοποιήθηκε ως μέλλοντας τού εἰμί στην κρητική διάλεκτο (πρβλ. εἶμι, νέομαι «θα επανέλθω»). Ο τ. τέλομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα… … Dictionary of Greek